- σιαντία
- σῐαντ-ία, ἡ, ([etym.] σιαίνω)A nuisance,
ἀπαλλαγῆναι τῆς σ. ταύτης POxy. 1855.13
(vi/vii A.D.); = fastidium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπαλλαγῆναι τῆς σ. ταύτης POxy. 1855.13
(vi/vii A.D.); = fastidium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιαντία — ἡ, Α [σιαντός] 1. βλάβη, ζημία 2. αηδία 3. ενόχληση … Dictionary of Greek